διαγνωστικός — able to distinguish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστικός — ή, ό (Α διαγνωστικός, ή, όν) [διαγιγνώσκω] 1. ο ικανός στο να διαγιγνώσκει 2. (για γιατρούς) ο ικανός να κάνει γρήγορη και ασφαλή διάγνωση κάποιας ασθένειας 3. αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη διάγνωση 4. το θηλ. ως ουσ. η διαγνωστική η … Dictionary of Greek
διαγνωστικά — διαγνωστικός able to distinguish neut nom/voc/acc pl διαγνωστικά̱ , διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc/acc dual διαγνωστικά̱ , διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστικῶν — διαγνωστικός able to distinguish fem gen pl διαγνωστικός able to distinguish masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστικόν — διαγνωστικός able to distinguish masc acc sg διαγνωστικός able to distinguish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστικαῖς — διαγνωστικός able to distinguish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστικαί — διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστικοῖς — διαγνωστικός able to distinguish masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστικοί — διαγνωστικός able to distinguish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστικοῦ — διαγνωστικός able to distinguish masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)