διαγνωστικός

διαγνωστικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στη διάγνωση ή είναι κατάλληλος ή ικανός για διάγνωση: Υπάρχουν διαγνωστικές μέθοδοι, για την κατάταξη των μαθητών σε τάξεις.
2. το θηλ. ως ουσ., διαγνωστική κλάδος της ιατρικής που καθορίζει τον τρόπο διάγνωσης των ασθενειών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαγνωστικός — able to distinguish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικός — ή, ό (Α διαγνωστικός, ή, όν) [διαγιγνώσκω] 1. ο ικανός στο να διαγιγνώσκει 2. (για γιατρούς) ο ικανός να κάνει γρήγορη και ασφαλή διάγνωση κάποιας ασθένειας 3. αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη διάγνωση 4. το θηλ. ως ουσ. η διαγνωστική η …   Dictionary of Greek

  • διαγνωστικά — διαγνωστικός able to distinguish neut nom/voc/acc pl διαγνωστικά̱ , διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc/acc dual διαγνωστικά̱ , διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικῶν — διαγνωστικός able to distinguish fem gen pl διαγνωστικός able to distinguish masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικόν — διαγνωστικός able to distinguish masc acc sg διαγνωστικός able to distinguish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικαῖς — διαγνωστικός able to distinguish fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικαί — διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικοῖς — διαγνωστικός able to distinguish masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικοί — διαγνωστικός able to distinguish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστικοῦ — διαγνωστικός able to distinguish masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”